- ντιβάνι
- το диван; софа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντιβάνι — το 1. βλ. διβάνι 2. ποιητική συλλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan < περσ. dīwān «λογιστικό βιβλίο»] … Dictionary of Greek
ντιβάνι — το (λ. τουρκ.) 1. αίθουσα άρχοντα. 2. η τουρκική κυβέρνηση επί τουρκοκρατίας. 3. χαμηλό και στενό κρεβάτι, που χρησιμεύει και ως καναπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
διβάνι — και ντιβάνι και διβάνιον, το 1. είδος κρεβατιού χωρίς υποστήριγμα για την πλάτη 2. (στην Τουρκία την εποχή τών σουλτάνων) η αίθουσα τών κυβερνητικών συνεδριάσεων 3. η τουρκική κυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan] … Dictionary of Greek
καναπές — (canape). Μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα. Το ελληνικό του αντίστοιχο είναι ο σοφάς. Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική canape, που με τη σειρά της προέρχεται από τον όρο canopeum… … Dictionary of Greek
μεντέρι — και μιντέρι, το 1. είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ, σοφάς, ντιβάνι 2. στρώμα κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μιντέρι < τουρκ. minder. Ο τ. μεντέρι με αφομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] … Dictionary of Greek
ντιβανομπάουλο — το ξύλινο ντιβάνι που έχει χώρο για τη φύλαξη ρούχων … Dictionary of Greek
Γκάσκελ, Ελίζαμπεθ Γκλέγκχορν — (Elisabeth Gleghorn Gaskell, Λονδίνο 1810 – Χόλμπορν 1865).Αγγλίδα μυθιστοριογράφος. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία σε ηλικία 34 ετών. Το πρώτο της έργο Μέρι Μπάρτον (1848), στο οποίο περιγράφει τις συνθήκες ζωής μιας βιομηχανικής μεγαλούπολης,… … Dictionary of Greek
Γκοντσάροφ, Ιβάν Αλεξάντροβιτς — (Ivan Aleksandrovich Goncharov,Σίμπιρσκ 1812 – Πετρούπολη 1891). Ρώσος συγγραφέας. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας εμπόρων, ο οποίος έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή ως κρατικός λειτουργός, εκτός από ένα μεγάλο ταξίδι που πραγματοποίησε με τη φρεγάτα… … Dictionary of Greek
ανάκλιντρο — το καναπές, ντιβάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)